- λέκιθος
- λέκιθοςgruelmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek
λεκίθοις — λέκιθος gruel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκίθου — λέκιθος gruel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκίθους — λέκιθος gruel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκίθων — λέκιθος gruel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκίθῳ — λέκιθος gruel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκιθοι — λέκιθος gruel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκιθον — λέκιθος gruel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… … Dictionary of Greek
κεντρολεκιθικός — ή, ό βιολ. φρ. «κεντρολεκιθικό αβγό» αβγό εντόμου στο οποίο η λέκιθος που είναι εσωτερική περιβάλλεται από μία περιφερειακή κυτταροπλασματική ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. centrolecithal < centro (< κέντρο[ν]) + lecithal (<… … Dictionary of Greek